ανίσχυρος

ανίσχυρος
η , ο [ος , ον ]
1) бессильный, слабый; 2) юр. не имеющий силы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανίσχυρος" в других словарях:

  • ἀνίσχυρος — not strong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίσχυρος — η, ο (AM ἀνίσχυρος, ον) 1. ο χωρίς ισχύ, δύναμη, αδύναμος, ανίκανος 2. αυτός που δεν έχει νομικό κύρος, ο άκυρος …   Dictionary of Greek

  • ανίσχυρος — η, ο 1. αδύναμος: Δυστυχώς είμαι ανίσχυρος να εμποδίσω την αδικία. 2. άκυρος: Η διαθήκη αυτή, όπως έγινε, είναι ανίσχυρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνισχύρως — ἀνίσχυρος not strong adverbial ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσχυρον — ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc sg ἀνίσχυρος not strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισχύροις — ἀνίσχυρος not strong masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισχύρους — ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισχύρων — ἀνίσχυρος not strong masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσχυρα — ἀνίσχυρος not strong neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσχυροι — ἀνίσχυρος not strong masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»